- πυρευτικός
- -ή, -όν, Α [πυρεύω]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο ψάρεμα με πυρσούς, στο πυροφάνι2. ο κατάλληλος για καύση3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυρευτικήνυχτερινό ψάρεμα με πυρσούς, πυροφάνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρευτικόν — πυρευτικός of masc acc sg πυρευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρευτικήν — πυρευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)